- εὐρυνεῖ
- εὐρύνωmake widefut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐρύνωmake widefut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐρύνει — εὐρύ̱νει , εὐρύνω make wide aor subj act 3rd sg (epic) εὐρύ̱νει , εὐρύνω make wide pres ind mp 2nd sg εὐρύ̱νει , εὐρύνω make wide pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύπρωκτος — εὐρύπρωκτος, ον (Α) αυτός που τού έχουν ευρύνει, ανοίξει τον πρωκτό, ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρωκτός] … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… … Dictionary of Greek